- ελαστίνη
- Πρωτεΐνη (σκληροπρωτεΐνη) που βρίσκεται στους συνδετικούς ιστούς των διαφόρων ζώων, προσδίδοντάς τους ελαστικότητα. Περιέχει μεγάλα ποσά υδρόφοβων αμινοξέων, όπως γλυκίνη, προλίνη και λευκίνη. Σε υγρή κατάσταση μοιάζει με ελαστικό, ενώ σε ξηρή τρίβεται εύκολα και δίνει κίτρινη σκόνη. Η ε. είναι αδιάλυτη στους περισσότερους οργανικούς διαλύτες, δεν διασπάται από βρασμό, από τη θρυψίνη ή τα οξέα, ενώ προσβάλλεται μόνο από το ένζυμο ελαστάση. Παρασκευάζεται συνήθως από τους αυχενικούς συνδέσμους του βοδιού. Στο σώμα, παράγεται στο δέρμα, στους τένοντες και στα αιμοφόρα αγγεία από κατάλληλα κύτταρα.
* * *και ελαστικίνη, ηπρωτεΐνη που απαντά στους ελαστικούς και συνδετικούς ιστούς τών διάφορων ζώων.
Dictionary of Greek. 2013.